-
1 числовой
числов||ойприл ἀριθμητικός:\числовойое соотношение ἡ ἀριθμητική ἀναλογία. -
2 числовой
[τσισλαβόΐ] εκ. αριθμητικός -
3 числовой
[τσισλαβόϊ] επ αριθμητικός -
4 числовой
επ.αριθμητικός•-ая величина η αριθμητική ποσότητα•
-ая последовательность αριθμητική αλληλουχία ή αλληλοσύνδεση•
-ые данные αριθμητικά στοιχεία.
-
5 коэффициент
ο συντελεστής- деления (делителя частоты, перерасчётной схемы и т.п.) - της διαίρεσης, - диэлектрических потерь - των διηλεκτρικών απωλειών- передачи (авт.элн.) - (απόδοσης) τηςμετάδοσης- полезного действия (кпд) - απόδοσης, η πραγματική (ή ωφέλιμη) ισχύς- полноты водоизмещения мор. - τηςγάστρας (η σχέση όγκου-υφάλων με μήκος- полноты мидель-шпангоута мор. - της γάστρας (ησχέση επιφάνειας της μέσης τομής με πλάτοςκαι πλευρικό ύψος)- продольной полноты мор. - της γάστρας (η σχέση των υφάλωνμε την επιφάνεια της μέσης τομής και τουμήκους)пропульсивный мор. - της πρόωσηςторможения - πέδησης/φρεναρίσματοςудельный - (в колориметрии) ειδικός -,ποσοστιαίος -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > коэффициент
-
6 цифровой
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цифровой